- δύστυχος
- -η, -οβλ. δυστυχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύστυχος — η, ο δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, αξιολύπητος: Το δύστυχο παιδάκι μεγάλωσε στο ίδρυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστυχής — ές και δύστυχος, η, ο (AM δυστυχής, ές Μ και δύστυχος, ον) Ι. αυτός που έχει κακή τύχη, που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή δεινά II. επίρρ. δυστυχώς (AM δυστυχώς) με κακή τύχη, με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα νεοελλ. (ως μονολεκτική απάντηση ή … Dictionary of Greek
άραχνος — κ. άραχλος η, ο συφοριασμένος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)] … Dictionary of Greek
άχαρος — (I) η, ο [χάρη] αυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος. (II) η, ο [χαρά ή χαίρομαι] 1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος 2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός 3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά … Dictionary of Greek
αραπομοίρης — α, ο κ. αραπόμοιρος, η, ο ο μαυρομοίρης, ο δύστυχος … Dictionary of Greek
ατυχής — ές (AM ἀτυχής, ές) δυστυχής, κακότυχος νεοελλ. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχος μσν. 1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία 2. κακός, μοχθηρός αρχ. αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» που έχουν κάποια σοφία).… … Dictionary of Greek
αχ — και άχου και αχού και άχι επιφώνημα με το οποίο εκφράζεται: 1) πόνος, λύπη («Αχ, πώς πονώ», «Αχ, ο δύστυχος») 2) οργή, αγανάκτηση («Αχ, τον παλιάνθρωπο», «Αχ, και να σε πιάσω») 3) σφοδρή επιθυμία («Αχ, να μπορούσα») 4) ευχαρίστηση, ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
βαρύτλητος — βαρύτλητος, ον (Α) 1. βαριόμοιρος, δύστυχος 2. (για συμφορά) ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.)τλᾱ , τλήναι (πρβλ. άτλητος)) … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
δυσπάρευνος — δυσπάρευνος, ον (Α) φρ. «δυσπάρευνον λέκτρον» κακοστρωμένο κρεβάτι, δύστυχος γάμος … Dictionary of Greek